χειμερινός

χειμερινός
-ή, -ό / χειμερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος
2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν μάχην», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατάλληλος για την εποχή τού χειμώνα («χειμερινά ενδύματα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με κάτι συστηματικά στη διάρκεια τού χειμώνα («χειμερινός κολυμβητής»)
3. φρ. α) «χειμερινή αντοχή»
(γεωπ.) η απόκτηση αντοχής στο ψύχος τού χειμώνα ορισμένων ευπαθών στο ψύχος φυτών με βαθμιαία έκθεση τους σε αυτό
β) «χειμερινή ώρα»
αστρον. η ώρα τής ατράκτου στην οποία κανονικά ανήκει μία χώρα, σε αντιδιαστολή προς τη θερινή ώρα, που εν γένει προηγείται κατά μία ώρα και εφαρμόζεται κατά τη θερινή περίοδο, με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας
αρχ.
1. ψυχρός, παγετώδης («ἐν χωρίῳ χειμερινῷ», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως ουσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ χειμερινή (ενν. ὥρα) και τὰ χειμερινά
η εποχή τού χειμώνα
3. φρ. «χειμερινὸν σημεῑον» — σημάδι επερχόμενης τρικυμίας (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειμερινός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειμώνα, χειμωνιάτικος: Κάνει χειμερινό κρύο. 2. κατάλληλος για το χειμώνα: Έβαλε χειμερινά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινῶν — χειμερινός of fem gen pl χειμερινός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινόν — χειμερινός of masc acc sg χειμερινός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμεριναῖς — χειμερινός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμεριναί — χειμερινός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινοῖς — χειμερινός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινοί — χειμερινός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινοῦ — χειμερινός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”